- άκανθα
- Το αγκάθι, βελονοειδές έκφυμα των φυτών. Με το ίδιο όνομα υπάρχει και θάμνος που αριθμεί τρεις ποικιλίες, ά. η βασιλική, ά. η ινδική και ά. η αραβική καθώς και ένα δέντρο ιθαγενές της Αιγύπτου, γνωστό με την επιστημονική ονομασία ά. η αιγύπτια.
Ά. ονομάζεται και ξύλινο τμήμα της πρύμνης πλοίων, γνωστό και ως αρέτα, καθώς και η ανατομική αιχμηρή προεξοχή των οστών.
Ά. –λέγεται και άκανθος– είναι και αρχιτεκτονικό κόσμημα, που το εμπνεύστηκε ο γλύπτης και αρχιτέκτονας Καλλίμαχος (5ος αι. π.Χ.), όταν είδε βλαστούς και φύλλα με αγκάθια να έχουν περιτριγυρίσει το κάνιστρο της νεκρικής στήλης στον τάφο μιας νεαρής Κορίνθιας, που πέθανε την παραμονή του γάμου της. Δείγμα διακόσμησης με βάση την ά. είναι το κιονόκρανο της στήλης της στέγης του Μνημείου του Λυσικράτη και του ναού του Ολυμπίου Διός. Οι Ρωμαίοι στρογγύλεψαν τις άκρες των αγκαθωτών φυλλωμάτων και τα μεταχειρίστηκαν για κόσμημα πολλών μνημείων.
Η άκανθα ήταν διακοσμητικό γλυπτό, που χρησιμοποιήθηκε κυρίως στα κιονόκρανα.
* * *η (η αγκάθα) (Α ἄκανθα)1. κεντρί, αγκάθι μυτερό σε φυτά ή έντομα2. μυτερή προεξοχή ενός οστού«ρινική άκανθα»αρχ.1. φυτό με αγκάθια, γαϊδουράγκαθο2. αγκαθωτό δέντρο τής Αιγύπτου, είδος ακακίας (Ηρόδ. 2.96)3. το αγκάθι, η βελόνα τού σκαντζόχοιρου4. η σπονδυλική στήλη τών ψαριών (Αισχύλ. απ. 270, Αριστοφ. Σφήκ. 969), τών φιδιών (Ηρόδ. 2.75), τών ανθρώπων (Ηρόδ. 4.72)5. ο άκανθος*6. μτφ. κάτι το άχρηστο«οὐ γὰρ ἄκανθαι» (Αριστοφ. απ. 407)7. μτφ. ἄκανθαι (ζητήσεων)προβλήματα ακανθώδη (Λουκ. Διάλ. προς Ησίοδον 5)8. μτφ. η αμαρτία (Γρηγ. Νύσσ. Μ. (46.1136c), η αίρεση.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἄκανθα ξεκίνησε ως βοτανικός όρος που δήλωνε διάφορα είδη αγκαθωτών φυτών. Αργότερα χρησιμοποιήθηκε για να δηλώνει τα αγκάθια τών ψαριών και, συνεκδοχικά, τον σκελετό τους, φτάνοντας τελικά να σημάνει και τη σπονδυλική στήλη τών ζώων, ερπετών και τού ανθρώπου. Δεν υπάρχει γενικότερη συμφωνία ως προς την ετυμολογική προέλευση τής λέξεως. Αλλοι δέχονται πως προέρχεται από αρχικό τύπο *ἄκ-ανθα «άνθη τών αγκαθιών» κι άλλοι ανάγονται σε αρχικό τ. *ἄκαν-θα. Πιθανότερη φαίνεται μια νεώτερη άποψη που ερμηνεύει τη λέξη με απλολογία από τ. *ἀκαν-ανθα ή, μάλλον, *ἀκαν-ανθος που θα προήλθε από συμφυρμό τών ἄκανος και ἄνθος. Σύμφωνα μ' αυτή την ερμηνεία η σχέση τής λ. ἄκανθα με τη ρίζα *ακ- «μυτερός» είναι έμμεση, με παρεμβολή τού τ. ἄκανος («είδος αγκαθιού-αγκαθωτή κορφή») που ανάγεται σ' αυτή τη ρίζα. Από το πλήθος τών παραγώγων τής λ. άλλα συνδέονται με τη σημασία «αγκάθι», ενώ πολλά ονόματα ζώων ή ψαριών φαίνονται να συνδέονται περισσότερο με τις σημασίες «αγκάθι ψαριού, ραχοκοκαλιά, σπονδυλική στήλη. Τέλος η λ. έδωσε λαβή στη δημιουργία πλήθους επιστημονικών όρων, αρχαίων και νέων. Από τον υποκοριστικό τ. τού ἄκανθα, το ἀκάνθιον, προήλθε στους μεσαιωνικούς χρόνους ο τ. ἀκάνθιν, απ' όπου τελικά προέκυψε ο νεοελλ. τ. αγκάθι με ηχηροποίηση τού κ ως g (γκ), πιθ. από παρετυμολογική επίδραση λέξεων όπως αγκύλη, αγκυλώνω, αγκίστρι (πρβλ. και αγκίδα < ἀκίδα / ἀκίς, αγκινάρα < κινάρα). Ο τ. αγκάθι χρησιμοποιήθηκε ως α' ή β' συνθετικό πολλών νεοελληνικών συνθέτων, φυτωνυμίων κυρίως τής λαϊκής ονοματολογίας, ενώ από το αρχ. και λόγιο νεοελλ. ἄκανθα δημιουργήθηκαν κυρίως επιστημονικοί βοτανικοί και ζωολογικοί όροι. Πρβλ. λ.χ. λαϊκά (διαλεκτικά συνήθως) φυτωνύμια, όπως αγκαθοκέφαλο, αγκαθόκλωνο, αγκαθοκολιά, αγκαθόκορφο, αγκαθολάπαθο, αγκαθομανίταρο, αγκαθομαστίχα, αγκαθοροδιά και άλλα σύνθετα με το αγκάθι ως β' συνθετικό: αγριάγκαθο, κεφαλάγκαθο, ξυλάγκαθο, κοκκινάγκαθο, γομαράγκαθο, ψαράγκαθο, ξεράγκαθο, ασπράγκαθο, τετράγκαθο, σταυράγκαθο, γαϊδουράγκαθο, χλωράγκαθο, χριστάγκαθο, μαστιχάγκαθο. Για περισσότερα (αρχική ρίζα, ομόρριζα κ.λπ.) βλ. λήμμα ακ-].Παράγωγα και σύνθετα τής λέξης άκανθα:ΠΑΡ. ακανθηρός, ακανθίας, ακανθικός, ακάνθινος, ακάνθιον, ακανθίς, ακανθίων, ακανθυλλίς, ακανθώδης, ακανθών αρχ. ἀκανθήεις, ἀκανθίζω, ἀκανθοῡμαι νεοελλ. ελληνογενείς επιστημον. όροι: ακανθάρια, ακανθέλλα, ακανθίαση, ακανθίδιο, ακανθίνη, ακανθίτης, ακάνθωμα, ακάνθωση.ΣΥΝΘ. ακανθοβόλος, ακανθόνωτος, ακανθοστεφής, ακανθοφάγος, ακανθοφόροςαρχ.ἀκανθοβάτης, ἀκανθοπλήξ, ἀκανθοφυῶ(μσν. νεοελλ.) ακανθολόγος, ακανθοτρόφος, ακανθόχοιροςμσν.ἀκανθοβελής, ἀκανθόβλαστος, ἀκανθοτόκοςνεοελλ.ακανθακτινέλλα, ακανθαστήρ, ακανθεφίππιο, ακανθεφύρα, ακανθεχίνος, ακανθόβιος, ακανθόγλωσσος, ακανθοδάκτυλος, ακανθοειδής, ακανθοζωίδια, ακανθόκαρπος, ακανθόκερας, ακανθοκέφαλα, ακανθόκινος, ακανθόκλαδος, ακανθόκορμος, ακανθόκτενο, ακανθοκύβιο, ακανθολάβος, ακανθόλαβρος, ακανθολείμων, ακανθολεπίς, ακανθόλυση, ακανθομαστίχη, ακανθόμετρο, ακανθόνημος, ακανθοπάναξ, ακανθόρριζα, ακανθοσίκυος, ακανθόσπορος, ακανθόσταυρος, ακανθόσταχυς, ακανθόστιγμα, ακανθόσφαιρα, ακανθόσωμα, ακάνθουρος, ακανθόφις, ακανθοφοίνιξ, ακανθόφυλλο, ακανθοχίασμα, ακανθοχίτων.
Dictionary of Greek. 2013.